- ἀπόκαρσις
- ἀπό-καρσις, das Abscheren, die Tonsur
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απόκαρσις — ἀπόκαρσις, η (AM) [αποκείρω] το κόψιμο των μαλλιών μσν. η τελετή της κουράς κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek